κραταιωθῇ

κραταιωθῇ
κραταιόομαι
aor subj mp 3rd sg
κραταιόω
strengthen
aor subj pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κραταιώνω — (AM κραταιῶ, όω) [κραταιός] κάνω κάποιον ή κάτι κραταιό, ισχυροποιώ, ενισχύω, ενδυναμώνω («τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῡτο πνεύματι», ΚΔ) μσν. αρχ. φρ. «κραταιοῡμαι ὑπέρ τινα» υπερισχύω κάποιου («ἐὰν κραταιωθῆ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”